σκληφρός — slender masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληφροί — σκληφρός slender masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελιφρός — και δ. γρφ. σκελεφρός, ά, όν, Α 1. αποξηραμένος 2. ξηρός, κατάξηρος 3. κάτισχνος («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς...εἶναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλλομαι «είμαι ξηρός» (βλ. λ. σκέλλω), πιθ. κατ επίδραση τών τ. σκληφρός*,… … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
(s)kel-3 — (s)kel 3 English meaning: to dry out Deutsche Übersetzung: “austrocknen, dörren” Material: Gk. σκέλλω “trockne from, desiccate “ (trans., Fut. σκελῶ, Aor. ἔσκηλα; intr. Aor. ἔσκλην, perf. ἔσκληκα), σκελετός “ausgetrocknet”, m.… … Proto-Indo-European etymological dictionary